Στὸν Μαΐστορα Κωνσταντῖνο Ἀγγελίδη
καὶ στὸν Βυζαντινὸ Χορὸ «Τρόπος»
ἐπὶ τῇ δεκαπενταετίᾳ τῆς ἱδρύσεώς του
Ἔπρεπε νὰ ἀνέβει σκαλάκια γιὰ νὰ φτάσει στὴν αὐλὴ τοῦ Ἁγιοταφίτικου ναοῦ, νὰ εἰσέλθει σ᾽ αὐτόν, νὰ ἀνάψει τὸ κερί του, νὰ προσκυνήσει τὴν εἰκόνα καὶ νὰ βρεθεῖ στὸ στασίδι του. Ἀνάβαση σὲ ἄλλο τόπο. Διαδρομὴ ποὺ τὴν κάνει ἐδῶ καὶ πενήντα δύο χρόνια κάθε Κυριακὴ καὶ κάθε μεγάλη γιορτή, ὅταν δὲν ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν πόλη. Μαζί του τὰ πρῶτα τριάντα χρόνια ἡ Μαίρη, τὰ τελευταῖα εἴκοσι ἡ Ἀγγελική. Στὴν ἀρχὴ ἦταν ἁπλὸς ἐκκλησιασμός, γρήγορα ὅμως ἔγινε μυσταγωγικὸ συμπόσιο. Ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ γνωρίζεται μὲ τοὺς συνδαιτημόνες, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς οἰκοδεσπότες ποὺ παρέθεταν τὸν δεῖπνο. Μὲ τὰ χρόνια κάποιοι ἀναχωροῦσαν γιὰ τὸν τόπο τῆς αἰώνιας ἀναπαύσεως, κατὰ πρωθύστερο ὅμως τρόπο ἦταν παρόντες στὴ σύναξη ἐρχόμενοι ἀπὸ τὸ ἔνδοξο μέλλον. Ἔτρεχε τὸ βλέμμα του μερικὲς φορὲς στὶς θέσεις τῶν συγκαθημένων καὶ σκεφτόταν μερικοὺς ποὺ κάθονταν ἄλλοτε σ᾽ αὐτές, τὸν Μάστορη καὶ δάσκαλό του, τὴ μάνα τοῦ Μάστορη, τὸν καλλικέλαδο Θεόδωρο τὸν Φωκαέα, τὴν κυρία Βασιλικὴ τὴ νεωκόρισσα, τὸν ἀρχοντάνθρωπο κύριο Ἄγγελο, τὸν ἐξ ἀποκοπῆς λαμπαδάριο κυρ-Ἀπόστολο, θεματοφύλακα τοῦ τυπικοῦ, τὸν Τάσο τὸν γιατρὸ μὲ τὴ βελούδινη φωνὴ ὅταν ἀποφάσιζε νὰ ἀνέβη στὸ ἀναλόγιο, τὸν Πέρη τὸν ζωγράφο ποὺ τελευταῖα ἱστοροῦσε Ἁϊ-Γιώργηδες, ἴσως γιὰ νὰ ξορκίσει τὸ κακὸ ποὺ τὸν βρῆκε καὶ τὸν πῆρε πρόωρα στὸν τάφο, τὴν αἰθέρια καὶ λεπτεπίλεπτη Σταυρούλα, τὸν Κώστα τὸν φαρμακοποιό, πάντα πρωταγωνιστὴ στὴν ὀργάνωση συναντήσεων…
Μιὰ Μεγάλη Τρίτη, μόλις τέλειωσε τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, ὁ κύριος Ἄγγελος ποὺ συνήθως βρισκόταν στὸ ἀριστερὸ ψαλτήρι, ἔκανε ἕνα βῆμα μπροστά, σήκωσε τὸ δεξί του χέρι δείχνοντας πρὸς τὸν ἀπέναντί του πρωτοψάλτη, καὶ μέσα στὴν ἀπόλυτη σιγὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴ μελωδικὴ ἐκτέλεση βροντοφώναξε: «Μακάριος Θεόδωρε». Ἦταν καὶ οἱ δυό τους μέλη μιὰ ὁμάδας μεσόκοπων ποὺ τὰ κουτσόπιναν συχνὰ σὲ ταβερνάκια τῆς Πλάκας μὲ τὸ νοῦ τους γύρω ἀπὸ μελωδίες ποὺ τώρα τὶς χαίρονται στὸν ἄλλο τόπο.
Ὅταν πρωτοπῆγε στὸ Μετόχι, μετὰ τὴ στρατιωτική του θητεία, βρῆκε ἀγκαλιὰ ἀνοιχτή, τὸν τότε Ἔξαρχο μητροπολίτη Γερμανὸ καὶ τοὺς νεαροὺς ἱερεῖς π. Ἀρίσταρχο καὶ π. Κάλλιστο. Ἀργότερα διάβασε τὸ πρωτοπρόσωπο γραπτὸ τοῦ Παπαδιαμάντη «Ὁ Ἐπιτάφιος καὶ ἡ Ἀνάστασις εἰς τὰ χωρία» καὶ ταύτισε τὶς πρῶτες λειτουργικὲς ἐμπειρίες του σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο μὲ αὐτὲς τοῦ Σκιαθίτη: «Εὗρον ἱερέα ὅστις ἤξευρε καλῶς τὴν τάξιν τῆς Ἀκολουθίας, οὐδεμίαν δὲ ἀταξίαν ἢ χασμωδίαν ἐπέτρεπεν. Ἀλλ᾽ εὗρον καὶ λογικὸν ποίμνιον εὐλαβῶς ἀκροαζόμενον τῆς Ἀκολουθίας, δὲν εἶδον δὲ παῖδας ἢ γυναῖκας ἀσυστόλως φλυαρούσας ἐντὸς τοῦ ναοῦ, οὔτε εἶδον ἐπιτρόπους περιποιουμένους τὰς εὐσεβεῖς κυρίας, καὶ προσφέροντας αὐταῖς καθίσματα. Δὲν ὑπῆρχον ἐκεῖ κυρίαι, ἀλλὰ γυναῖκες, καὶ τοῦτο εἶναι μέγα πλεονέκτημα. Μία μόνη κυρία ὑπῆρχεν ἐκεῖ ἐντὸς τοῦ ναοῦ, ἡ Παναγία».
Τὰ πρῶτα χρόνια τῆς συμμετοχῆς του στὴ γιορτὴ τοῦ εὐχαριστιακοῦ δείπνου, ὅταν Ἔξαρχος ἦταν ὁ μητροπολίτης Γερμανός, ὅσοι ἤθελαν καὶ μποροῦσαν ἀνέβαιναν μετὰ τὴ Λειτουργία στὸν πρῶτο ὄροφο τῆς Ἐξαρχίας, ἕνα κτήριο πίσω ἀπὸ τὸν ναό, ὅπου τοὺς δεξιωνόταν ὁ δεσπότης μὲ καφὲ καὶ γλυκό. Διέθετε δύο μεγάλα δωμάτια, ἕναν πλατὺ διάδρομο καὶ ἕναν ἐξώστη. Στὴν αἴθουσα ποὺ καθόταν ὁ δεσπότης μαζεύονταν ὅσοι θεωροῦσαν ἑαυτοὺς καταξιωμένους πιστούς, κάτι σὰν δημογεροντία, στὴν ἄλλη αἴθουσα μαζεύονταν οἱ ἄλλοι. Ὁ Μάστορης ἔφτιαχνε παραμάγαζο στὸν ἐξώστη καὶ συζητοῦσε μὲ νέους. Ὅταν ἦρθε νέος Ἔξαρχος, ἡ φιλοξενία αὐτὴ σταμάτησε. Τότε προέκυψαν ἄλλα στέκια γιὰ τὴ «λειτουργία» μετὰ τὴ Λειτουργία. Ἡ δική του παρέα κατέληξε στὸ «Ἑρμεῖο», στὴν Πλάκα. Ἐκεῖ ἔρχονταν καὶ φίλοι ἀπὸ ἄλλες ἐνορίες. Πραγματικὰ αὐτὲς οἱ συναντήσεις ἀποτελοῦσαν σχολὲς κατήχησης.
Στὸ «Ἑρμεῖο» ἐρχόταν καμιὰ φορὰ καὶ ὁ Λυκοῦργος μὲ μέλη τῆς χορωδίας του, ἀπὸ τὴν Ἁγία Εἰρήνη. Χωρὶς νὰ πηγαίνει στὴν Ἁγία Εἰρήνη, ἔξω ἀπὸ μερικὲς ἐξαιρέσεις, παρακολουθοῦσε τὶς δράσεις τοῦ ἀείμνηστου Διδασκάλου, καὶ προσπαθοῦσε νὰ συνδεθεῖ μὲ μία παράδοση ἤθους καὶ τρόπου τοῦ λαοῦ του ποὺ ὁ ἐξευρωπαϊσμὸς εἶχε ἀλλοιώσει. Ὁ ἴδιος ἦταν σχεδὸν ἄμουσος καὶ συνηθισμένος στὸν σακελλαριδικὸ τρόπο ἐκκλησιαστικοῦ μέλους. Στὸ Μετόχι ἐλευθερώθηκε ἀπὸ μιὰ «βαβυλώνια αἰχμαλωσία», καὶ ἀπὸ τότε ἔμαθε νὰ λογαριάζει τοὺς μελωδούμενους ὕμνους ὡς «τραγούδια τοῦ Θεοῦ», κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη, ἢ ὡς «μουσικὴ τῶν ἀγγέλων», πάλι κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη. Ἡ ψυχή του ἄνοιξε μὲ τὴ φωνὴ καὶ τὴ μελωδία τοῦ ἀείμνηστου Διδασκάλου Θεόδωρου τοῦ Φωκαέως, καὶ ἡ σπουδὴ συνεχίστηκε μὲ τὰ ἀκούσματα τοῦ Διδασκάλου Λυκούργου.
Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ πρωτοψάλτη Θεόδωρου λόγῳ βαθέως γήρατος, στὸ ἀναλόγιό του ἀνέβηκαν διαδοχικὰ ἀρκετοὶ νέοι ἱεροψάλτες, πολὺ καλοί, καλοί, ἀλλὰ καὶ μέτριοι. Μέχρι ποὺ πρὶν ἀπὸ ἕξι χρόνια ἐμφανίστηκε ὁ ἐκ Τριπόλεως Κωνσταντῖνος μὲ πλέον τῶν δέκα μαθητῶν του. Δὲν τοῦ ἦταν ἄγνωστος. Τὸν εἶχε πρωτοσυναντήσει πρὶν δεκατέσσερα χρόνια στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ φίλου του Εὐάγγελου, ὅπου σχεδὸν μετέτρεψε μὲ τὴ φωνή του τὸν πόνο σὲ λανθάνουσα χαρά. Παρακολουθοῦσε βέβαια τὴ δράση του, κυρίως τὶς ἐκτελέσεις ποὺ κυκλοφοροῦσαν σὲ ψηφιακοὺς δίσκους καὶ ἀναδείκνυαν τὴ μαστοριὰ ἑνὸς συνόλου προικισμένων μουσικῶν ποὺ προσδιορίζονταν ὡς μέλη τοῦ Βυζαντινοῦ Χοροῦ «Τρόπος». Καὶ «τρόπος» σημαίνει ἦθος, φανερώνει δρόμο ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ μέλλον τῆς θείας Βασιλείας καὶ φωτίζει τὴ διαδρομὴ ἑνὸς λαοῦ ἐντὸς τῆς ἱστορίας. Τρόπος σημαίνει ἐναρμόνια σύζευξη παρόντος καὶ μέλλοντος, ζωῆς καὶ θανάτου, ἢ μᾶλλον θανάτου πρὸς ζωή, μιὰ ποὺ ὁ θάνατος ἔχει πατηθεῖ θανάτῳ. Τὸν ἀκούει νὰ μελωδεῖ, μαζὶ μὲ τὰ μέλη τῆς χορωδίας του, τοὺς στίχους μιᾶς μοναδικῆς ποίησης, ποὺ φωτίζει τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν καὶ τοὺς ἐνισχύει στὴν ὁδοιπορεία τους. Ἰδίως χαίρεται τὶς ἐκτελέσεις τῶν Αἴνων, μὲ τὸ δοξαστικό τους, τὸν Χερουβικὸ ὕμνο, τὴ δοξολογικὴ ἀπόδοση τῆς Ἐπίκλησης. Καὶ προπαντὸς τὴν εὐκρίνεια τῶν συλλαβῶν — οἱ λέξεις δὲν χάνονται μέσα στὸ μέλος.
Στὸ Μετόχι χειροτονήθηκε καὶ ὁ ἐγκάρδιος φίλος του Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε γιὰ ἕνα διάστημα ὡς λειτουργός στὶς ἀκολουθίες του. Εἶχαν γνωριστεῖ καὶ συνδέθηκαν στὶς ἀγρυπνίες τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου, στὴν Πλάκα, ὅπου διακονοῦσε ὡς ἄμισθος ἱεροψάλτης. Ἐκεῖ γνώρισε καὶ τὴ μέλλουσα σύζυγό του, ἕνα ὄμορφο καὶ χαρούμενο κορίτσι ποὺ ἀναδείχθηκε σὲ στοργικὴ μητέρα. Χαιρόταν νὰ τὸν παρακολουθεῖ σ᾽ αὐτὲς τὶς ἀγρυπνίες, μέσα στὸ ἡμίφως τῶν κεριῶν, καὶ τὸν ταύτιζε μὲ τὸν μεγάλο Γέροντα τῆς Σκιάθου ποὺ ἀπὸ τὸ ἴδιο ἀναλόγιο ἐξέπεμπε τοὺς θείους ὕμνους «διαλλόμενος».
Ἰδιαίτερη χαρὰ ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν παιδιῶν («ἄφετε τὰ παιδία ἐλθεῖν πρός με»). Μπαίνουν καὶ βγαίνουν, τρέχουν στὴν αὐλή, σοβαρεύονται ὅταν στήνονται στὴ σειρὰ νὰ κοινωνήσουν ἀπολαμβάνοντας τὸ ἀντίδωρο ὡς βραβεῖο, παιδιὰ μικρὰ ἢ μεγαλύτερα, μέτρο γιὰ τοὺς μεγάλους τῆς ἁπλότητας ποὺ συνήθως ἔχει χαθεῖ. Τὰ τελευταῖα χρόνια ἕνα διαμάντι προστέθηκε στὴ σύναξη, ἡ μικρὴ Κατερίνα, ἕνα κοριτσάκι ποὺ χωρὶς νὰ τὸ ξέρει πῆρε ἐπάνω του τὶς λαχτάρες ὅλων τῶν περιεστώτων, τὴν κρυμμένη ἀθωότητά τους καὶ τὴν ἀνεπιτήδευτη πράξη. Πρώτη στὴ σειρὰ γιὰ νὰ κοινωνήσει, εἶναι τέτοια ἡ χαρά της ποὺ γίνεται προσκλητήριο γιὰ ὅλους: ἐλᾶτε κι ἐσεῖς.
Ἀνάβαση στὸ Μετόχι ἀκολουθεῖται καὶ ἀπὸ κατάβαση. Ὁμόλογη κίνηση μ᾽ αὐτὴ τοῦ Πέτρου, τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννη ποὺ ἀνέβηκαν στὸ ὄρος νὰ ζήσουν τὴ σχέση μὲ τὸν μεταμορφωμένο καὶ δοξασμένο Κύριο καὶ κατέβηκαν γιὰ νὰ τὸν κηρύξουν στὸν κόσμο. Νὰ κηρύξουν τὴ σχέση καὶ τὴν ἐμπειρία («ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν»). Κάθε φορὰ ποὺ φεύγει ἀπὸ τὴ σύναξη λαχταράει νὰ ξαναβρεθεῖ σ᾽ αὐτὴν. Ἀλληλουχία Κυριακῶν καὶ ἑορτῶν. Καὶ πάντοτε ἡ ἐγρήγορση μὲ ἕνα ἐρώτημα στὸν ἑαυτό του, πόση εἶναι ἡ εὐθύνη του νὰ δείξει καὶ νὰ πεῖ αὐτὰ ποὺ ἔζησε.
15 Δεκεμβρίου 2020, τοῦ ἁγίου Ἐλευθερίου.
Δημήτρης Μαυρόπουλος